- λεπτοτέρων
- λεπτόςpeeledfem gen comp plλεπτόςpeeledmasc/neut gen comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκουρέτο — το, Ν λεπτή σανίδα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τών λεπτότερων και ελαφρότερων μερών επιστεγάσεων, παραθύρων και επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scuretto] … Dictionary of Greek
Βαν Ντρούτεν, Τζον Γουίλιαμ — (John William Van Druten, Λονδίνο 1901 – Τερμάλ, Καλιφόρνια, ΗΠΑ 1957). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, που πολιτογραφήθηκε Βορειοαμερικανός. Από την παραγωγή του κατά την περίοδο που ζούσε στην Αγγλία πρέπει να αναφερθεί η πρώτη του… … Dictionary of Greek